- δειροτομώ
- δειροτομῶ (-έω) (AM)κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. *δειροτόμος (< δειρή + -τομος (< τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδειροτομώ — ἀποδειροτομῶ ( έω) (Α) [δειροτομώ] αποκεφαλίζω … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek